εποίχομαι

εποίχομαι
ἐποίχομαι (Α)
1. πηγαίνω προς το μέρος κάποιου («αὐτίκα δὲ μνηστῆρας ἐπῴχετο ἰσόθεος φώς», Ομ. Οδ.)
2. (για θεούς) τιμώ με θυσία, τόν πλησιάζω με προσφορές («ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις», Πίνδ.)
3. επιτίθεμαι, προσβάλλω («ὁ δὲ Κύπριν ἐπῴχετο νηλέι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.)
4. (για οινοχόο) κάνω τον γύρο με τη σειρά («κῆρυξ δ’ αὐτοῑσιν θάμ’ ἐπῴχετο οἰνοχοεύων», Ομ. Οδ.)
5. (για στρατηγό) επιθεωρώ («αὐτὰρ ἐπεὶ ἴδον Ἕκτορ’ ἐποιχόμενον στίχας ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.)
6. ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι («καὶ ἀμφιπόλοισι κέλευε ἔργον ἐποίχεσθαι», Ομ. Ιλ.)
7. (για υφάντρια) υφαίνω στον αργαλειό («ἱστὸν ἐποιχομένην καὶ ἐμὸν λέχος ἀντιόωσαν», Ομ. Ιλ.)
8. φρ. «ἐποίχομαι δόρπον» — ετοιμάζω δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οίχομαι «απομακρύνομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐποιχομένων — ἐποίχομαι go towards pres part mp fem gen pl ἐποίχομαι go towards pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποιχόμεθα — ἐποίχομαι go towards pres ind mp 1st pl ἐποίχομαι go towards imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποιχόμενον — ἐποίχομαι go towards pres part mp masc acc sg ἐποίχομαι go towards pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποίχεο — ἐποίχομαι go towards pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἐποίχομαι go towards imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποιχομένη — ἐποίχομαι go towards pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποιχομένην — ἐποίχομαι go towards pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποιχομένης — ἐποίχομαι go towards pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποιχομένους — ἐποίχομαι go towards pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποιχόμεναι — ἐποίχομαι go towards pres part mp fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποιχόμενοι — ἐποίχομαι go towards pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”